- πολιτειακός
- [политиакос] еж. государственный.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
πολιτειακός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολιτεία ή στο πολίτευμα («πολιτειακή κρίση»). επίρρ... πολιτειακώς και ά από πολιτειακή άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτεία. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Ν. Α. Χαλκιόπουλο] … Dictionary of Greek
πολιτειακός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην πολιτεία ή το πολίτευμα: Ο λαός έθεσε πολιτειακό ζήτημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γερουσία — Συνέδριο γερόντων, συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής, που συσκέπτονται για τα κοινά ως πολιτικό σώμα. Ο θεσμός της γ. είναι πολύ παλιός και η πρώτη γνωστή σε μας γ. ήταν οι γέροντες στα προομηρικά και ομηρικά χρόνια που συμβούλευαν τον άνακτα και… … Dictionary of Greek